Ηaiti:Μαθήτριες περιμένουν για φαγητό σ' ένα αυτοσχέδιο κέντρο διανομής στα πλαίσια ενός Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος.
επισιτιστικός -ή -ό : που αναφέρεται στον επισιτισμό: Δημόσια υπηρεσία που καλύπτει τις στεγαστικές κι επισιτιστικές ανάγκες των προσφύγων. Επισιτιστικά προβλήματα.
επισιτισμός : εφοδιασμός με τρόφιμα ενός συνόλου προσώπων: Ο ~ του στρατού. Δυσκολίες / προβλήματα στον επισιτισμό. Ο ~ μιας πόλης / μιας περιοχής / μιας χώρας σε περίοδο αποκλεισμού.
Άσκηση:ΚΛΙΚ
Βίντεο(Για να το δεις πρέπει να έχεις εγκαταστήσει το εργαλείο Google earth και στο τέλος... κάντε βόλτες μόνοι σας):ΚΛΙΚ
Η χώρα με τα χίλια πρόσωπα:ΚΛΙΚ
Άσκηση:ΚΛΙΚ